ἀφορισμένος

ἀφορισμένος
ἀ̱φορισμένος , ἀφορίζω
mark off by boundaries
perf part mp masc nom sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • αποκοινώνητος — ἀποκοινώνητος, ον (AM) αυτός που έχει αποκοπεί από την Εκκλησία, ο αφορισμένος …   Dictionary of Greek

  • αφορίζω — (AM ἀφορίζω) [ορίζω] αποκόπτω κάποιον πιστό από το σώμα της Εκκλησίας νεοελλ. Ι. (η μτχ. παθ. παρακμ.) αφορισμένος και αφορεσμένος, η, ο 1. αυτός που έχει αφοριστεί από τις εκκλησιαστικές αρχές 2. ο καταραμένος 3. αισχρός, διεστραμμένος αρχ. Ι.1 …   Dictionary of Greek

  • ενάγιος — ἐνάγιος, α, ον (Α) αυτός που βρίσκεται κάτω από κατάρα, καταραμένος, αφορισμένος («ἐνάγιοι χρόνοι») …   Dictionary of Greek

  • εναγής — ές (AM ἐναγής, ές) αυτός που ενέχεται σε άγος*, ο μολυσμένος από κάποιο φόνο ή ανοσιούργημα, καταραμένος, αφορισμένος, αποτρόπαιος αρχ. 1. (για λόγους ή πράγμ.) βδελυρός, μυσαρός, ανόσιος 2. αυτός που δεσμεύεται με κατάρα εναντίον του για την… …   Dictionary of Greek

  • καταργίζω — (I) καταργίζω (Α) αναγκάζω κάποιον να αργοπορήσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀργίζω (< ἀργός [II])]. (II) καταργίζω (Μ) 1. βρίζω, καταριέμαι 2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καταργισμένος, η, ον αφορισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. κατ ήργ ησα… …   Dictionary of Greek

  • ποινή — Στο νεότερο ποινικό δίκαιο, π. είναι η στέρηση ή η μείωση ενός έννομου αγαθού, την οποία επιβάλλει το κράτος, με δικαστική απόφαση, σε ένα άτομο, επειδή διέπραξε ένα αδίκημα για το οποίο ο νόμος προβλέπει την επιβολή αυτής της στέρησης. Το πρώτο… …   Dictionary of Greek

  • Κανόσα — (Canossa). Χωριό της βόρειας Ιταλίας, 20 χλμ. ΝΔ της πόλης Ρέτζιο. Σε μικρή απόσταση από αυτό βρίσκεται ο ομώνυμος ερειπωμένος πύργος, ξακουστός για το επεισόδιο που συνέβη στη διάρκεια του αγώνα για την απονομή του τίτλου του επισκόπου: τον… …   Dictionary of Greek

  • αφορίζομαι — αφορίζομαι, αφορίστηκα, αφορισμένος βλ. πίν. 34 Σημειώσεις: αφορίζομαι : η μτχ. απαντάται και με τον τύπο αφορεσμένος, που σημαίνει και το διάβολο, το σατανά …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”